ἠερόμικτος

ἠερόμικτος
ἠερό-μικτος, ον, ([etym.] μείγνυμι)
A mingling with air,

φωναί Id.Fr.297b2

(in form ἀερό-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηερόμικτος — ἠερόμικτος, ον (Α) αναμεμιγμένος με τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, προβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μικτός (< θ. μιγ . τού μίγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μίγ ην), πρβλ. αλί μικτος α πρόσ μι κτος] …   Dictionary of Greek

  • ἠερομίκτοις — ἠερόμικτος mingling with air masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”